- ἀμετακινήτου
- ἀμετακίνητοςnot to be moved from place to placemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непоколѣблемыи — (18) пр. 1.Недвижимый, не колеблющийся: видѣ ли стълп[а] непоколѣблѥма. (ἄῤῥηκτον) СбТр XII/XIII, 14 об.; Вы ѥсте... непоколѣблемии столпы. к нимже приразившесѧ. б҃охулнии ѥретици погибоша. КТур XII сп. XIV, 63; непоколеблемыи столпъ. ˫ако… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοσμολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει γενικά το ον και το σύνολο του σύμπαντος, στην προσπάθεια να εναρμονίσει τις ποικίλες όψεις του που αποτελούν αντικείμενο των επιμέρους επιστημών. Από ιστορική άποψη, οι διάφορες κ. συνδέονται αναπόσπαστα με τη… … Dictionary of Greek
Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… … Dictionary of Greek
αμετακινησία — η η ιδιότητα του αμετακίνητου (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)